FOR ENGLISH SCROLL DOWN

Με τη δική σας εγγραφή το ξεχωριστό αυτό “ΑΝΤΑΜΩΜΑ !” του Ελληνισμού και φιλελλήνων γίνεται ακόμη πιο μεγάλο.

 

“του Χριστού, της Παναγίας, του Αϊ-Βασίλη, του σπιτιού, του νυκοκύρη, της νοικοκυράς, της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας, ένα για τα σπαρτά, ένα για τα ζώα, ένα για το φτωχό και ένα για τον ξένο” (έθιμα ΒΙΘΥΝΙΑ-ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΑ)


Η νοικοκυρά με τον παρά(νόμισμα) σταύρωνε τρεις φορές τη βασιλόπιτα κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει κλαδάκι για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια…κλπ (ΑΝ.ΘΡΑΚΗ)

Γράφει η Αθηνά Τζινίκου – Κακούλη,Φιλόλογος , Λαογράφος ειδικά για την κοπή της e-ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ στο INTERNET.

Κανένα από τα ετήσια έθιμα δεν τηρείται τόσο απαράβατα από τους Νεοέλληνες, όπου κι αν βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, και δεν έχει τόσο βαθιές ρίζες στο χρόνο, όσο η βασιλόπιτα της πρωτοχρονιάς. Γιατί ανέκαθεν, με το κρυμμένο “φλουρί”, συμβολίζει την εύνοια της τύχης και μετατρέπεται σε μέσο, που θα φανερώσει τον τυχερό του χρόνου.Ρόδια και κυδώνια

Στ΄ αλήθεια ο Νεοέλληνας, ως μέλος μιας οικογένειας, ενός Συλλόγου ή μιας κοινωνίας οργανωμένων ατόμων, δεν εννοεί αλλαγή του χρόνου, χωρίς την κοπή της βασιλόπιτας.

Μα αν σήμερα σε πολλές περιπτώσεις την έχουμε προσαρμόσει στα γαστρονομικά αστικά δεδομένα της καταναλωτικής μας κοινωνίας, αν την έχουμε μετατρέψει σε ένα ευωδιαστό μεγάλο αρτογλύκισμα πολυτελείας – τσουρέκι κατά προτίμηση – για το οποίο τη λύση δίνει το ζαχαροπλαστείο, υπάρχουν ακόμα άξιες Ελληνίδες νοικοκυρές , που με θρησκευτική ευλάβεια επιμένουν να την παρασκευάζουν με τον παραδοσιακό τρόπο . Ετσι, όπως τον έμαθαν από την μάνα τους , με συνταγή, που και εκείνη είχε διδαχθεί από τη δική της μάνα, συνεχίζοντας παράδοση αιώνων. Γιατί στη συλλογική συνείδηση του λαού μας η βασιλόπιτα, γλυκιά ή αλμυρή, με ζάχαρη ή κρέας, είχε κάποτε αναχθεί σε πρωτοχρονιάτικο σύμβολο με εξαιρετικές ιδιότητες, όχι μόνο αποκαλυπτικές, αλλά και καθοριστικές για την τύχη των ανθρώπων, των ζωντανών και των άλλων περιουσιακών στοιχείων της ελληνικής οικογένειας. Γιατί τότε και ο τρόπος παρασκευής της ακόμα θα εξασφάλιζε την καλοχρονιά. Και γιατί τέτοιες δοξασίες δύσκολα ξεριζώνονται από την ψυχή του λαού.

Οι εξαιρετικές εκείνες ιδιότητες, που αποδίδονταν κάποτε στη βασιλόπιτα, συνετέλεσαν, ώστε η ετοιμασία της να γίνεται με συμβολική τελετουργία και να συνοδεύεται συχνά από πράξεις αναλογικής μαγείας.

Στο Σέλινιο Χανίων, για παράδειγμα, ζυμώνονταν με λάδι, αλεύρι , ζάχαρη και πολλά μυρωδικά, σύμβολα της αφθονίας των οικογενειακών αγαθών. Και μόλις την έστρωνε η νοικοκυρά στο ταψί, σχεδίαζε στην όψη της με πιρούνι τσιμπητό σταυρό και άλλα πλουμίδια , που σκοπό είχαν να εξορκίσουν το κακό μάτι.

Παρόμοια πίτα, με ζάχαρη και μυρωδικά, ετοίμαζαν και στις Κυδωνίες. Κι επί πλέον με κλειδί τη στόλιζαν με παράξενα σχήματα , για να κλειδώσουν την κακογλωσσιά, ενώ με δαχτυλήθρα, σύμβολο της νοικοκυροσύνης , γέμιζαν με σχέδια τα ενδιάμεσα κενά , για να είναι οι γυναίκες του σπιτιού γερές και προκομμένες.

Γλυκές βασιλόπιτες συνήθιζαν κυρίως στα αστικά κέντρα, αλλά και σε αρκετές αγροτικές περιοχές της πατρίδας μας. Τα υλικά ήταν περίπου τα ίδια. Ποίκιλε μόνο ,από τόπο σε τόπο και από οικογένεια σε οικογένεια, ο τρόπος διακόσμησής της, “τα γράμματα” όπως έλεγαν. Στολίδια δηλαδή από ζυμάρι, που το καθένα αντιστοιχούσε σε μια ευχή, έναν πόθο ή μια λαχτάρα.

Ετσι η γυναίκα του γεωργού “έγραφε” στην πίτα το αλέτρι, τα ζωντανά, τα στάχυα, τα σακιά με το γέννημα, για να τα ευλογεί ο Αι-Βασίλης και να δώσει η χάρη του πλούσια σοδειά. Η γυναίκα του τσέλιγκα το μαντρί, τα πρόβατα ,τα σκυλιά, τις καρδάρες με το γάλα. Η γυναίκα του αμπελουργού τα κούτσουρα, το βαρέλι, το πατητήρι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά της να ευλογεί ο καλοσυνάτος Αγιος.

 

Η παραδοσιακή Μικρασιάτικη βασιλόπιτα ήταν πολύ εντυπωσιακή σε εμφάνιση και γεύση. Εμοιαζε με ένα μεγάλο τραγανό πεντανόστιμο μπισκότο στολισμένο με δικέφαλο αετό στη μέση, ενδόμυχο ίσως πόθο και ευχή για εθνική νεκρανάσταση και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινουπολίτικη πάλι βασιλόπιτα ήταν γλυκιά, φουσκωτή, αρωματισμένη με χίλια δυο μπαχαρικά και έφερε στο μέσον μεγάλο Β, το αρχικό του Αι-Βασίλη, ή το αρχικό του ονόματος του νοικοκύρη ,ενώ γύρω χαραγμένα ξόμπλια με το ψαλίδι, παρέπεμπαν σε πουλιά με ανοιγμένα φτερά .

Ομως η περισσότερο συνηθισμένη πατροπαράδοτη ελληνική πρωτοχρονιάτικη πίτα ήταν η αλμυρή, πολύφυλλη και με κύριο στοιχείο γέμισης το κρέας, όπου τις ενδόμυχες ευχές και τον βαθύτερο συμβολισμό δεν έκρυβε η διακόσμηση. Αλλωστε δεν έμεναν περιθώρια για στολίδια, αφού πάνω και κάτω είχε αλλεπάλληλα καλοβουτυρωμένα φύλλα, που κατά τόπους τα ονόμαζαν “πέταρα”. Το πολύ-πολύ το επιφανειακό φύλλο, αισθητά μεγαλύτερο, ρίχνονταν κυματιστό, ώστε η επιφάνεια της πίτας να είναι πλούσια, ανάγλυφη, κυματιστή εκφράζοντας έτσι την ευχή για αφθονία των οικιακών αγαθών, σαν το κύμα της απέραντης θάλασσας.

Στην αλμυρή πίτα οι ευχές, τα μαντέματα και οι συμβολισμοί εκφράζονταν κυρίως με τα “σημάδια”, που θα έκρυβε η νοικοκυρά στη βάση της, πέρα από το πατροπαράδοτο νόμισμα για τον τυχερό του χρόνου.

Ετσι, για παράδειγμα, η ηπειρώτικη παράδοση απαιτούσε βασιλόπιτα με κοτόπουλο, χοντροκομμένο αρνίσιο κιμά ή ολόκληρα κομμάτια χοιρινό κρέας ,ανάμικτα με τραχανά, πράσα και αυγά. Και εκτός από το νόμισμα, ανάλογα με το επάγγελμα των μελών της οικογένειας, σαν «σημάδια», μικρό ξυλάκι για υγεία των αγωγιατών, μικρό κουκουνάρι για τους ξυλοκόπους, φύλλο πουρνάρι για τον τσομπάνο, άχυρο για τον γεωργό, σταυρουδάκι για το καλό του σπιτιού ή διάφορους καρπούς , όπως σπυρί στάρι, κουκί, φασόλι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά τους να ευλογεί και να χιλιάζει η χάρη του Αι- Βασίλη.

 

Στη Δυτική Μακεδονία και στη Θράκη, όταν έρχονταν ο καιρός , να μοιράσει ο πατέρας της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας το βιός του στους γιους, άφηνε στη χάρη του Αι-Βασίλη να κρίνει το τι έπρεπε να πάρει ο καθείς. Ετσι στη μεγάλη βασιλόπιτα τα “σημάδια” δεν έμπαιναν για ευχή, αλλά για “ τάξιμο”. Και τα κομμάτια της τη χρονιά εκείνη τα ονόμαζαν “φιλιά”. Σ΄ όποιου γιου το “φιλί” έπεφτε το νόμισμα, θα έπαιρνε το σπίτι. Σ΄ όποιου το φασόλι, το ποτιστικό χωράφι. Το στάρι ,το ξηρικό χωράφι. Η κληματόβεργα, το αμπέλι. Το άχερο τα ζωντανά κ.λ.π.

Αλλά και η κοπή της βασιλόπιτας γίνονταν με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την έστρεφε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Επειτα έκανε με κλειδί , με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά , να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι. Και την ώρα ακριβώς, που άλλαζε ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά

Πρώτο ήταν του Αι-Βασίλη. Επειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και στη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία , αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι έκοβε και για τους φτωχούς, τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια, το μύλο και τη βάρκα, γιατί όλα έπρεπε να πάρουν την ευλογία του Αι-Βασίλη. Και σαν απόσωνε τον εορταστικό δείπνο η οικογένεια, ο νοικοκύρης κατέβαινε στο στάβλο, να ταΐσει την πίτα τους στα ζωντανά, ενώ την επαύριο θριμάτιζε και σκορπούσε το δικό τους κομμάτι στα κτήματα και στα αμπέλια.

 

Σε μερικούς τόπους, όπως στην Κάρπαθο και τη Σκύρο, έπλαθαν ξεχωριστή πίτα για τα μεγάλα ζώα, τους πολύτιμους συνεργάτες του νοικοκύρη στον καθημερινό μόχθο, την οποία ονόμαζαν “βουόπιτα” ή “βοδόκλουρα” και θριματισμένη, με λίγο αλάτι, τους την τάιζαν ανήμερα της πρωτοχρονιάς. Στα Χάσια, ξεχωριστή πίτα έπλαθαν και για τον τσομπάνο, τον βοσκό των προβάτων. Αφού η οικογένεια θα είχε κόψει τη δική της πίτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα οι άντρες του σπιτιού πήγαιναν στη στάνη να κόψουν και την πίτα του τσομπάνου και μαζί του τραγουδούσαν και γελούσαν και χόρευαν ως το πρωί σε πασίχαρο γλέντι, που το σεκοντάριζαν τα βελάσματα των προβάτων και των κατσικιών. Στην πίτα εκείνη το νόμισμα δεν είχε καμιά σημασία. Αντ΄ αυτού έβαζαν ένα κουλουριασμένο ξυλάκι, που το έλεγαν “μαντρί” και το θεωρούσαν σαν κάτι ιερό . Γι αυτό κι όποιος το εύρισκε, το παράχωνε στη στάνη, σε μέρος που δεν θα το πατούσαν άνθρωποι και ζώα.

Στην αρχοντική Σιάτιστα η παράδοση ήθελε δύο βασιλόπιτες. Μιά γλυκιά και μια αλμυρή με φύλλα. Την γλυκιά έκοβαν τα μεσάνυχτα, στην αλλαγή του χρόνου, για να τους φέρει γλυκές μέρες. Την αλμυρή, που περιείχε και το ασημένιο νόμισμα “το δώρο”, όπως το έλεγαν, την ονόμαζαν “του σπιτιού”, την έκοβαν στο εορταστικό μεσημεριανό τραπέζι της πρωτοχρονιάς, και ο τυχερός άναβε με το νόμισμα λαμπάδα για το καλό όλης της οικογένειας. Η πίτα εκείνη περιείχε επί πλέον και σταυρουδάκι από χλωρά κλαράκια για υγεία και ευτυχία.

Πού όμως πρέπει να αναζητήσουμε τη ρίζα του ωραίου εθίμου της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας ;

Ο ελληνικός λαός είναι φορέας και δημιουργός ενός θαυμαστού πολιτισμού, ο οποίος αρδεύεται τους χυμούς του από το αρχαίο ελληνικό παρελθόν, αλλά και από το χριστιανικό Βυζάντιο. Γι’ αυτό και όλα τα έθιμά μας έχουν την αρχαιοελληνική, αλλά και τη χριστιανική ερμηνεία τους ,αφού οι ρίζες τους βυθίζονται τόσο στην Αρχαία Ελλάδα ,όσο και εις το χριστιανικό Βυζάντιο.

 

Σύμφωνα λοιπόν με την χριστιανική παράδοση, η βασιλόπιτα καθιερώθηκε σαν έθιμο στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, που εορτάζεται την πρώτη μέρα του χρόνου, εξ αιτίας του ακόλουθου περιστατικού:

Κάποια χρονιά, που ο Αγιος ήταν Επίσκοπος Καπαδοκίας, έπεσε μεγάλη σιτοδεία στη χώρα. Η γη δεν κάρπισε .Ο κόσμος πεινούσε. Ο σκληρός όμως Επαρχος Ελβίνιος ζητούσε οπωσδήποτε του φόρους , «τη δεκάτη», και απειλούσε με επιδρομή και λεηλασία την Καισσάρεια. Τότε ο Αγιος έκανε έκκληση, να προσφέρει ο κάθε νοικοκύρης από κάποιο χρυσαφικό, μήπως και τον δελεάσουν, τον εξευμενίσουν και σώσουν την πόλη και τη ζωή τους. Πράγματι μαζεύτηκε έτσι ένας ολόκληρος θησαυρός.

Εσπευσε ο Αγιος να προϋπαντήσει τον σκληρό Επαρχο και μειλίχιος, του εξιστόρησε το δράμα των ανθρώπων, που ωστόσο ως νομοταγείς πολίτες ήταν πρόθυμοι να εξοφλήσουν τους φόρους, στερούμενοι χρυσά κειμήλια και αγαπημένα τους κοσμήματα. Του είπε και άλλα πολλά. Και με τη γλύκα του λόγου του , μαλάκωσε τόσο την ψυχή του, καταλάγιασε τόσο το θυμό του, ώστε χαρίζοντας τους φόρους, παρακάλεσε τον Ποιμενάρχη να επιστρέψει τον θησαυρό στο ποίμνιό του.

Ομως τι ανήκε στον καθένα; Πώς θα επέστρεφε τα χιλιάδες χρυσαφικά ο Αγιος ; Και τότε του ήρθε μια ωραία ιδέα. Ο κόσμος πεινούσε. Εδωσε λοιπόν εντολή και ετοιμάστηκαν τόσοι εορτάσιμοι άρτοι, όσες και οι οικογένειες, όσα και τα προσφερθέντα τιμαλφή . Σε κάθε άρτον τοποθετήθηκε και από ένα χρυσό αντικείμενο και άφησε στη χάρη του Θεού να καθορίσει τί θα τύχαινε στον κάθε οικογενειάρχη. Από τότε καθιερώθηκε σαν έθιμο η πρωτοχονιάτικη βασιλόπιτα με το «φλουρί», για τον τυχερό του χρόνου.

Οι Λαογράφοι, ωστόσο ,αναζητούν και την αρχαιοελληνική ρίζα του εθίμου, αφού είναι γνωστό, πως από τα πανάρχαια χρόνια, σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, αφ΄ ότου οι άνθρωποι έμαθαν να κατασκευάζουν αλεύρι, αισθάνθηκαν την ανάγκη να αφιερώσουν στα πνεύματα της βλαστήσεως μικρά ψωμάκια ως εξιλαστήρια ή ευχαριστήρια προσφορά.

Ανιχνεύουν λοιπόν οι Λαογράφοι τη ρίζα του εθίμου της βασιλόπιτας στους « εορταστικούς άρτους» , που οι Αρχαίοι Ελληνες προσέφεραν στους θεούς σε κάθε μεγάλη καμπή του χρόνου ή και της ζωής τους. Για παράδειγμα, κάθε Αθηναίος στρατιώτης, πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο , αφιέρωνε στον Αρη, τον θεό του πολέμου, τρία ψωμάκια, ένα για να πάει καλά, ένα για να νικήσει και το τρίτο για να γυρίσει γερός και αρτιμελής. Παρόμοια ψωμάκια αφιέρωναν οι κυνηγοί στη θεά Αρτεμη, για πλούσιο κυνήγι, και οι θεριστάδες της γης στη θεά Δήμητρα, που ανάλογα με τη συγκεκριμένη γιορτή ονομάζονταν «θαλύσια αρτίδια», στη γιορτή της συγκομιδής, ή απλώς «άρτοι» και «πλακούντες», κατά τη γιορτή των Μεγαλαρτίων, των Θεσμοφορίων ή των Αρτοφορίων.

 

Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τις συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων και στα Σατουρνάλια ,γιορτές προς τιμήν του Κρόνου, ως θεού της γονιμότητας, ζύμωναν προς τιμήν του πλακούντα, που στη συνέχεια τον γεύονταν, για να πάρουν δύναμη. Και είναι πρώτοι αυτοί που καθιέρωσαν στους πλακούντες εκείνους το μεταλλικό νόμισμα για υγεία και καλοχρονιά. Πρόσθεταν μάλιστα και μικρό κομμάτι πάπυρο, που αν το λάχαινε οικογενής δούλος, του χάριζαν την ελευθερία.

Τους ωραιότερους όμως; πλακούντες, λένε οι Λαογράφοι, παρασκεύαζαν οι Βυζαντινοί , ζυμωμένους με μαγιά, αβγά, ελαφρό λίπος και ζάχαρη. Τους ονόμαζαν «πίτες» ,τοποθετούσαν φλουρί κωνσταντινάτο και τους στόλιζαν, τους «έγραφαν», με ζυμαρένιο σταυρό στο μέσον και δεξιά και αριστερά το μονόγραμμα της Παναγίας και του Χριστού . Αυτές τις πίτες τις συνέδεσαν έπειτα με τον προαναφερθέντα θρύλο του Αγίου Βασιλείου και τις καθιέρωσαν ως αναπόσπαστο άρτημα και έθιμο της πρωτοχρονιάς .

Ετσι η βασιλόπιτα ,ξεκινώντας σαν αρχαιοελληνική λατρευτική ιερή συνήθεια, πέρασε μέσω των Ρωμαίων στο Βυζάντιο, όπου ενδύθηκε τον χριστιανικό μανδύα, δέθηκε με την γιορτή ενός από τους πιό προσφιλείς Αγίους της ελληνικής ορθοδοξίας, τον Αγιο Βασίλειο, που τιμάται η μνήμη του την πρώτη Ιανουαρίου, και έφτασε στις μέρες μας ως το χαρακτηριστικότερο έθιμο της ελληνικής πρωτοχρονιάς.

Νέα στοιχεία για το έθιμο που μας έστειλαν φίλοι της εκδήλωσης της κοπής e-ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ είναι:

Στις Καστανιές Ανατολικής Θράκης, (όπως και στα περισσότερα μέρη της θράκης) τη Βασιλόπιτα την έκαναν φυλλωτή. Έβαζαν γόμο (γέμιση) πλιγούρι και ανάμεσα στα φύλλα τον «παρά»(το νόμισμα), και άλλα σημάδια. Η νοικοκυρά με τον παρά τη σταύρωνε τρεις φορές κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει πελεκούδι από την πόρτα ή κλαρί, για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια…
Σημάδι επίσης που τοποθετούσαν στη ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ στη Θράκη ήταν ένας σταυρός φτιαγμένος από δυο ξυλάκια ή οδοντογλυφίδες. Στα Γρεβενά ένα κομμάτι καλάμι το οποίο σήμαινε για αυτόν που το τύχαινε ότι θα γίνει ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ (γραφιάς, θα μάθει γράμματα δηλαδή).

Επίσης οικογένειες που είχαν Βουβάλια (ήταν μαύρα ζώα όπως οι αγελάδες) τοποθετούσαν στη Βασιλόπιτα και ένα μικρό κάρβουνο. Επίσης στην Κοζάνη τοποθετούσαν μικρά ξύλινα αντίγραφα αγροτικών εργαλείων (Αροτρο κλπ) ενώ στον Εβρο τοποθετούσαν και μικρό κεραμίδι που σήμαινε το ΣΠΙΤΙ.

Εννοείται ότι αυτά τα σημάδια δεν τα τοποθετούσαν μέσα αλλά κάτω από τη Βασιλόπιτα, δηλαδή όταν η Βασιλόπιτα ήταν πλέον έτοιμη για ψήσιμο, τότε τοποθετούσαν από κάτω και γύρω-γύρω όλα τα ανωτέρω σημάδια.

 

THE CUSTOM OF THE CUTTING OF VASILOPITA(New Year Cake)

Written by Athina Tzinikou- Kakouli, Philologist, Folklorist Especially for the cutting of the e-Vasilopita in Internet.

 None of the annual customs is continued so infrangibly by the Greeks (all over the world), and has not so deep roots through the years, as the New Year’s Cake. Because always, the hidden coin (flouri) represents the fluke of luck, which shows the fortunate of the New Year.

Truly, Greeks, as members of a family, a fellowship or a society of
organized people, do not celebrate the coming of the New Year without the cutting of the Vasilopita.

If nowadays in many occasions, we have geared the vasilopita according to the bourgeois habits and facts of a consumer society, and if we have transformed it into a big, sweet, de luxe cake (and the solution is a confectionery), there are still Greek housewives, who insist on making the vasilopita using the traditional way. A traditional recipe which is thought from mother to daughter continues through the years.

In the collective conscience of our nation, the vasilopita, sweet or salty, with sugar or meat, refers to a new year’s symbol with great attributes, not only revelational, but also determinative for the luck of the people, the animals and the possessions of the Greek family. Cause then, even the way of making it, would also assure the good year. Such beliefs can hardly be lifted from the soul of the nation.

All the exceptional properties which have been ascribed to the vasilopita conduced so that its preparation turns to a symbolic ritual accompanied by actions of magic.

In Selinio, Chania (Crete), for instance, vasilopita was blended with oil, sugar and spice, symbols of the cornucopia of the family goods. As soon as the housewife had laid the vasilopita into the baking tin, slashed a cross at the top of it, using a fork, intending to exorcize the bad spirits.

Using the same ingredients sugar and spice, people in Kidonies prepared the vasilopita. Furthermore, they used to slash it with strange shapes, using a key, intending to lock the gossips and bad words. They also used a finger shield, symbol of neatness, to fill the blankets with figures, so that the women remain strong and capable.

Sweet vasilopita was made mainly in urban areas, but also in many agricultural districts of our country. The ingredients used to be the same. There was just a variety through the regions and families, which concerned the way of its decoration, the “letters” as they used to say. Piece of finery made by dough, each of them was corresponding to a wish, a desire or an appetence.

So, the farmer’s wife was “marking” on the vasilopita the grub hook, the animals, the aristae so that St.Vasilios bless them and give his grace for a rich crop. Equally did shepherd’s wife. She was “marking” the sheepfold, the sheep, the dogs, the churns of milk. The vine grower’s wife was “marking” the billets, the barrel, the winepress and whatever her heart desired, that the kind St. Vasilios should bless.

The traditional vasilopita that was made along the coast of Minor Asia had a remarkable appearance and taste. It looked like a big gristly biscuit, dight with a double headed eagle placed in the middle of it, expressing the intimate desire and wish, for a national resurrection of the Byzantine Empire. In Constantinople, the vasilopita was sweet, fluffy and scented with spice. In the middle of it, a big V was graven, representing the capital letter of St.Vasilios, or the capital letter of the Goodman’s name and around the cake, embroidery was graven using a pair of scissors, that referred to birds with wide open wings.

The most usual traditional New Year’s cake was the salty vasilopita, which was made with many flakes and was filled with meat, and its decoration couldn’t hide the intimate wishes and the deepest symbolism.

Furthermore, there were no margins for finery, cause the top and the bottom of the vasilopita was filled with well- buttered flakes, that in various regions were called “petara”. The external flaky, appreciably bigger, was flapped wavy, so that the cake’s surface would be impressive, anastatic, wavy, expressing the wish for cornucopia of the family’s goods, like the wave of the wide sea.

 In the salty vasilopita, the wishes and the symbolisms were mainly expressed by “marks” (except the traditional coin “flouri”) that the housewife would hide at the base of the cake.

 So, for example, the tradition in Epirus demanded a vasilopita stuffed with chicken, lamb mince or whole peaces of pork, mixed with frumenty, leek and eggs. Aside from the coin (flouri), there were other “signs” too, according to the job of the family members, such as a little stick for the shepherd, a pine cone for the woodcutter, a straw for the farmer, a cross for the house, or some fruits such as wheat, bean or corn, and whatever people desired.

In west Macedonia and Thrace, when the father of the family had to divide the property to the sons, St. Vasilios used to “take care” of the division. In the big cake, the “signs” weren’t put for the wish but for the “division”. The pieces of the vasilopita were called “kisses”. The son in whose “kiss” was the coin (flouri) hidden, would own the house. The bean corresponded to a field, the vine stick to the vineyard, the straw to the animals e.t.c.

But also the cutting of the vasilopita was a real ritual. Firstly the father of the family had to rotate the cake three times on the name of trinity. Afterwards he passed a key, a knife or a fork above the cake in the shape of the cross, in order to “stop” the gossip, the bad thoughts and to deter the effects of envy. On the coming of the New Year, he cut the cake into pieces and named each of them, in an established turn.

The first piece destined for St. Vasilios. The second for Christ and Mother, the third for the house, and the rest for the members of the
family starting from the oldest. There was also a piece of cake dedicated to the poor, the animal, the fields and the vineyard, the mill and the boat, because everything had to be blessed by St. Vasilios. As soon as the festive board was finished, the father went to the neat house to feed the animals the piece of cake. He also cut a piece of cake into small pieces and threw them over the fields.

In other regions, such as Karpathos and Skiros, a second vasilopita was blended, dedicated to the big animals (home-maker’s valuable collaborators), called “vouopita” (ox pie), which was given to the animals the first day of the year.
In Chasia, a second cake was made for the sake of
the shepherd. After the family had cut the vasilopita, in the midnight, the men used to cut the shepherd’s vasilopita in the sheepfold, a procedure who turned to a funny revel full of songs, dance and laughter till the morning. In that cake the coin (flouri) had no meaning. Instead of the coin, a little stick was put, called “mantri” (sheepfold), considered to be something holy. The man who would find the stick, had to bury it somewhere in the sheepfold, where no man or animal could step on it.

In Siatista, the tradition included two New Year’s Cakes. A sweet and a salty one. The sweet cake was cut when the year changed so that it would bring sweet days to the family and the salty one that contained the silver coin, the “gift”, was cut at the festive board on the first day of the year. The lucky one who found the hidden coin, had to light a candle for the good of the hole family. That cake also contained a little cross, consisted of unseasoned branches, which brought happiness and health.

The question is where we have to look for the roots of this special custom … the cutting of the New Year’s Cake?

The Greek nation is a carrier and a creator of a marvelous civilization, which is irrigated from the ancient Greek past and Christian Byzantium. That’s why all the customs have an ancient Greek and Christian explanation, which comes not only from ancient Greece, bur also from Christian Byzantium.

 According to the Greek tradition, the New Year’s Cake has been established as a custom of the celebration of St. Vasilios, on the first day of the year, because of the following event:

Beforetime, in Kapadokia where St. Vasilios lived in the capacity of abbacy, the land suffered from a death famine and the people suffered from malnutrition. But that didn’t seem to be a problem for the tough eparch Elbinios, who was demanding to get the taxes in any way, even by threatening the people with raid and sack of Caesarea. Then St. Vasilios appealed to each one of the citizens to offer a piece of jeweler, preparative to entice the eparch, and save their home and lives.

A whole treasure had been gathered indeed!

Thereafter, St. Vasilios met the tough eparch and using his suave manners, narrated the tragedy of his people. He also mentioned that the law-abiding citizens were willing to pay the taxes even doing without their heirloom and precious jeweler. St. Vasilios, smoothed up with palaver the soul of the eparch and abated his anger, so that the eparch remitted the taxes, and gave back the treasure.

But what would anyone own? How could St. Vasilios give back that entire jewel? The idea that he had, could give the solution. He gave to each family a cake, in which a jewel was hidden. The rest was God’s business. Since then, the New Year’s Cake has been established as a custom, that indicates the lucky one of the year.

 

 On the other side, the folklorists are still searching the ancient Greek roots of the custom. Cause as we know, in the past, people around the world after learning the way of making flour, needed to dedicate small pieces of bred (as an offer) to the spirits of nature.

That’s why the folklorists detect the roots of the custom of vasilopita, through the “festive bread” that ancient Greeks, offered to the Gods, during every big moment of their lives. For example, every Athenian soldier had to dedicate to Ares, the god of war, three pieces of bread, before he lived for the war. The first one was a wish to win in the battle. The second one was a wish to come back home and the third one was a wish, to come back healthy and able in body and mind. These breads were also given, as an offer, to Artemis the goddess of hunting, to Dimetra the goddess of earth and nature.

The Romans adopted the habits of Greeks, and they started making their own pie, as an offer to Saturn, the god of fertility. They were the first to establish the coin in the pie, as a sign of health and luck. They also used to put a little piece of papyrus in the cake, which could give the freedom to the slave who would find it.

Folklorists also say that the best pies were made by the habitants of Byzantium, who blended the pie, using yeast, eggs, grease and sugar. The decoration consisted of a dough cross, and the monograms of Christ and Mother.

So vasilopita, became the most characteristic custom of the new Year’s day for the Greeks, starting as an ancient habit (offer to the gods), afterwards as a habit of the Romans, and at the end as a
Christian habit in the Byzantium, which was conjunct to St. Vasilios whose memory is celebrated on the first day of the New Year.

 

Here are some new elements, sent by friends of the Vasilopita:

  In Thrace, people used to put a cross made of two sticks or toothpicks in the cake. Families who owned buffaloes, (black animals such as cows), used to put in the vasilopita a piece of charcoal.

 All these signs weren’t put in the cake, but at the base of it.

===============================================================

en_USEN